αρκουδίσιος, -ια, -ιο

αρκουδίσιος, -ια, -ιο
αυτός που ανήκει στην αρκούδα ή έχει σχέση ή ομοιότητα μ' αυτή: Την πείραζαν λέγοντας πως έχει αρκουδίσια περπατησιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρκουδίσιος — α, ο 1. αυτός που προέρχεται από αρκούδα («αρκουδίσιο δέρμα») 2. εκείνος που ανήκει σε αρκούδα ή που τη θυμίζει («αρκουδίσιο μούτρο») …   Dictionary of Greek

  • άρκειος — ἄρκειος, ον και ος, α, ον (Α) 1. (ο άνεμος) που πνέει από την άρκτο, ο βόρειος 2. αυτός που ανήκει σε άρκτο, ο αρκουδίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος] …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”